Οι ξένοι επισκέπτες ήθελαν να βιώσουν το θέαμα αυτό του στοχαστή ώστε αργότερα να μπορούν να διηγηθούν την εμπειρία τους σε γνωστούς και φίλους ότι πράγματι είδαν και άκουσαν κάποιον του διανοητικού αυτού διαμετρήματος. Αντί για το θέαμα που περίμεναν, βρίσκονται αντιμέτωποι με μια απογοητευτική σκηνή καθώς βλέπουν τον Ηράκλειτο σ’ ένα κοινό, καθημερινό και ασήμαντο μέρος το οποίο προδίδει την υλική ένδεια της ζωής του.
Αποκαρδιωμένοι από τη μη εκπλήρωση της αναμενόμενης ανάγκης για θέαμα, προσκαλούνται από τον Ηράκλειτο ο οποίος διαβάζει στα πρόσωπά τους την απογοητευμένη περιέργεια, να περάσουν μέσα, διότι ακόμα κι εκεί, στο συνηθισμένο χώρο της καθημερινής κουζίνας στον οποίο στέκει κανείς για να ζεσταθεί, ακόμα κι εκεί ενοικούν οι Θεοί.
Αυτή τη σφαίρα του συνήθους η οποία μας είναι η πλέον οικεία αλλά ακριβώς εξαιτίας αυτού παραγνωρίζεται και δεν εκτιμάται και γίνεται έτσι η πλέον μακρινή, επιχειρεί η Ελένη Μανωλαράκη να επαναξιολογήσει και να ανακαλύψει. Η διακριτικά εξπρεσιονιστική ζωγραφική της αντικατοπτρίζει τον προσωπικό της κόσμο: η θέα των βουνών από το σπίτι της ή από την περιοχή κοντά σε αυτό, μερικά φρούτα σε μια πιατέλα, λαχανικά του κήπου, ζωγραφίζονται όλα με αυθορμητισμό και συναίσθημα σα να είναι υδατογραφίες που χρειάζεται γρήγορα να αποτυπωθούν στη μνήμη.